- δαχτυλάτος
- -η, -ο1. ο δαχτυλωτός.2. το ουδ. ως ουσ., δαχτυλάτο ποικιλία σταφυλιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δαχτυλάτος — η, ο 1. όποιος έχει δάχτυλα 2. όποιος μοιάζει με δάχτυλο, ο δαχτυλοειδής 3. το ουδ. ως ουσ. το δαχτυλάτο είδος σταφυλιού … Dictionary of Greek
δακτυλάτος — η, ο βλ. δαχτυλάτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)